- ὁρκωμοτικός
- ὁρκ-ωμοτικός, ή, όν, den Eidschwur betreffend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ορκωμοτικός — ὁρκωμοτικός, ή, όν (ΑΜ) [ορκωμότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο ή στην ορκωμοσία, ή αυτός που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τής ορκωμοσίας μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρκωμοτικόν έγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει όρκο που δόθηκε. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ὁρκωμοτικά — ὁρκωμοτικός used in oaths neut nom/voc/acc pl ὁρκωμοτικά̱ , ὁρκωμοτικός used in oaths fem nom/voc/acc dual ὁρκωμοτικά̱ , ὁρκωμοτικός used in oaths fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοτικῶν — ὁρκωμοτικός used in oaths fem gen pl ὁρκωμοτικός used in oaths masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοτικόν — ὁρκωμοτικός used in oaths masc acc sg ὁρκωμοτικός used in oaths neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοτικούς — ὁρκωμοτικός used in oaths masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοτικῶς — ὁρκωμοτικός used in oaths adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)